ἐντελεχείας

ἐντελεχείας
ἐντελεχείᾱς , ἐντελέχεια
full
fem acc pl
ἐντελεχείᾱς , ἐντελέχεια
full
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι …   Dictionary of Greek

  • ενοποιός — ό (AM ἑνοποιός, όν) αυτός που ενώνει ή συνδέει χωριστά αντικείμενα («δυνάμεως καὶ ἐντελεχείας ζητοῡσι λόγον ἑνοποιόν», Αριστοτ.) αρχ. αυτός που δημιουργεί ή δημιούργησε ενότητα. επίρρ... ενοποιῶς κατά τρόπο ενοποιό, που δημιουργεί ενότητα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”